- λούπου
- λούπηςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάμερσπιλ — (kammerspiel). Γερμανικός όρος που αναφέρεται στο θέατρο δωματίου. Υποδηλώνει έναν τύπο μικρού θεάτρου που εμφανίστηκε στη Γερμανία στις αρχές του 20ού αι., με σκοπό να παρουσιάζει έργα σύντομα και με λίγα πρόσωπα σε οικεία ατμόσφαιρα… … Dictionary of Greek
Λαμπέτη, Έλλη — (Βίλια Αττικής 1926 – Νέα Υόρκη 1983). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού του θεάτρου Έλλης Λούπου. Υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές όσο και χαρισματικές πρωταγωνίστριες του ελληνικού θεάτρου και δευτερευόντως του κινηματογράφου που επηρέασε… … Dictionary of Greek
Μάγερ, Καρλ — (Carl Mayer, Γκρατς, Αυστρία 1894 – Λονδίνο 1944). Γερμανός σεναριογράφος του κινηματογράφου, αυστριακής καταγωγής. Ο Μ. είναι μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές προσωπικότητες της χρυσής περιόδου του γερμανικού κινηματογράφου. Το όνομά του είναι… … Dictionary of Greek
Ρουτίλιος Λούπος — (13 – 47 μ.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας γιος του δήμαρχου Πόπλιου Λούπου. Έγραψε στους χρόνους του Τιβέριου ένα έργο για τα σχήματα του λόγου, σύνοψη μιας ελληνικής πραγματείας που είχε γράψει ο Γοργίας ο Αθηναίος, Περί σχημάτων διανοίας και λέξεως. Η… … Dictionary of Greek
Συρίγος, Μελέτιος — Ιεροκήρυκας και συγγραφέας (Χάνδακας Κρήτης 1586 Κωνσταντινούπολη 1664). Μαθητής του Μελέτιου Βλαστού στο σιναϊτικό μετόχι του Χάνδακα (Ηρακλείου) και του Θεόφιλου Κορυδαλλέα στη Βενετία (γύρω στα 1610), σπουδαστής της ιατρικής στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek